- χειρολυχνία
- χειρο-λυχνία, ἡ,A lantern, PGrenf.2.111.25 (v/vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρολυχνία — ἡ, Μ φορητό λυχνάρι, φανάρι που τό κρατούσαν στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + λυχνία] … Dictionary of Greek